- μονοσάνταλος
- -η, -οαυτός που φοράει σαντάλι μόνο στο ένα πόδι: Έτρεχε να γλιτώσει μονοσάνταλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μονοσάνδαλος — και μονοσάνταλος, η, ο (Α μονοσάνδαλος, ον) αυτός που φορά ένα μόνο σανδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σανδάλι(ον) (πρβλ. χρυσο σάνδαλος)] … Dictionary of Greek